- πρωτομάγερας
- ο , πρωτομάγέρισσα η см. πρωτομάγειρος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρωτομάγειρος — ο, ΝΜ, και πρωτομάγερας και θηλ. πρωτομαγείρισσα και πρωτομαγέρισσα, Ν ο επικεφαλής τών μαγείρων, ο αρχιμάγειρος … Dictionary of Greek